ὁμήρευμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 330] τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὁμήρευμα: ατος τό поручительство, залог Plut.
[Seite 330] τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.
ὁμήρευμα: ατος τό поручительство, залог Plut.