ὁμήρης
English (LSJ)
ὁμήρες, = ὅμηρος, c. dat., Nic.Al.70; also as v.l. for ὁμαρτῇ ib. 261. (Cf. ὁμαρές.)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήρης: -ες, Ἰων. ἀντὶ ὁμαρής, ὅμηρος, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀλεξιφ. 70. 261.
Greek Monolingual
ὁμήρης, -ες (Α)
ιων. τ. αυτός που συνυπάρχει με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήρης (< ἀραρίσκω «συναρμόζω»). Βλ. και λ. όμηρος (Ι)].