ὁμαρτῇ

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαρτῇ Medium diacritics: ὁμαρτῇ Low diacritics: ομαρτή Capitals: ΟΜΑΡΤΗ
Transliteration A: homartē̂i Transliteration B: homartē Transliteration C: omarti Beta Code: o(marth=|

English (LSJ)

Adv., v.l. for ἁμαρτῇ (q.v.) in Hom., also found in E.Hec.839, Hipp.1195, Heracl.138, A.R.1.538; ὁμαρτή in Hom., Aristarch. acc. to Lex.Mess.p.408 and Eust.751.63, but ὁμαρτηι Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A. D.).

French (Bailly abrégé)

adv.
ensemble.
Étymologie: ὁμαρτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαρτῇ: Ἐπίρρ., διάφορ. γραφὴ ἀντὶ ἁμαρτῇ παρ’ Ὁμ.· - ἀλλ’ ὁμαρτῆ ἐν Εὐρ. Ἑκάβ. 839, Ἱππ. 1195, Ἡρακλ. 138 (ἐν ἐκδ. Ναυκίου πανταχοῦ ὁμαρτῇ).

English (Autenrieth)

see ἁμαρτῇ.

Greek Monolingual

ὁμαρτῇ και ὁμάρτηι και ὁμαρτή (ΑΜ)
επίρρ. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομαρτώ].

Greek Monotonic

ὁμαρτῇ: ή ὁμαρτή, επίρρ.:
I. μαζί, από κοινού, σε Ευρ.
II. ὁμάρτη, Δωρ. αντί ὁμάρτει, προστ. του ὁμαρτέω.

Middle Liddell

I. together, Eur.
II. ὁμάρτη, doric for ὁμάρτει, imperat. of ὁμαρτέω.

German (Pape)

zugleich, zusammt, so las Herodian. bei Hom., wo jetzt die Aristarchische Lesart ἁμαρτῆ aufgenommen ist (s. oben); vgl. Eur. Hec. 839, Hipp. 1195.