ὁμοκλητήρ
English (LSJ)
ὁμοκλητῆρος, ὁ, shouter, threatener, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας Il.12.273,23.452.
German (Pape)
[Seite 337] (ὁμοκλέω), ῆρος, ὁ, der Zurufende, Antreibende, Il. 12, 273. 23, 452.
French (Bailly abrégé)
τῆρος;
adj. m.
qui interpelle, qui exhorte par des cris ou des menaces.
Étymologie: ὁμοκλάω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοκλητήρ: ῆρος ὁ издающий окрики, повелительно кричащий Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοκλητήρ: ήρος, ὁ, ὁ ἐγκελεύων, ἢ ἀπειλῶν, ὁμοκλητῆρος ἀκούων Ἰλ. Μ. 273, πρβλ. Ψ. 452. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ὁμοκλητῆρος· ἀπειλητῆρος. τοῦ παρακελευομένου». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.
English (Autenrieth)
ῆρος: one who shouts or calls loudly and sharply, Il. 12.273 and Il. 23.452.
Greek Monolingual
ὁμοκλητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα)
αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, -έω + επίθημα -τηρ (πρβλ. φρουρητήρ)].
Greek Monotonic
ὁμοκλητήρ: -ῆρος, ὁ (ὁμοκλέω), αυτός που φωνάζει δυνατά, τιμητής, κατήγορος, αυτός που απειλεί, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ, ὁμοκλέω
one who calls out to, an upbraider, threatener, Il.