ὁμοστιχάω
English (LSJ)
walk together with, βόεσσιν Il.15.635 (nisi leg. ὁμοῦ στιχάει).
German (Pape)
[Seite 340] mitgehen, τινί, mit Einem, πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσιν αἰὲν ὁμοστιχάει, Il. 15, 635, vom Hirten gesagt.
French (Bailly abrégé)
ὁμοστιχῶ :
prés. 3ᵉ sg. ὁμοστιχάει;
marcher avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, στίχος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοστῐχάω: идти вместе или рядом (τινι Hom.).