[Seite 338] = Vorigem, Erkl. von ὄπατρος.
ὁμόπατρος, -ον (Α)αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα, ομοπάτριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πατήρ, πατρός].