ὁραματίζομαι

English (LSJ)

look, Aq.Ps.10(11).4.

German (Pape)

[Seite 367] sehen, LXX.

Greek Monolingual

ὁραματίζομαι) όραμα
νεοελλ.
1. βλέπω οράματα, οπτασίες
2. ονειροπολώ για κάτι που ποθώ και αισιοδοξώ ότι θα γίνει, φαντάζομαι («οι νέοι οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο»)
αρχ.
βλέπω, παρατηρώ.