ὁριστικός

English (LSJ)

ὁριστική, ὁριστικόν,
A of or for defining, λόγος Arist.de An.413a14,al.; δύναμις Plu.2.1026d; διδασκαλία Gal.1.307: ὁριστική, ἡ, art of definition, Ammon. in APr.7.32, Elias in Porph.3.28. Adv. ὁριστικῶς = by definition, Hermog.Stat.3, Syrian.in Metaph.12.12: Comp. ὁριστικώτερον, ἐπιδραμεῖν Gal.7.463.
2 giving definite form to, c. gen., Olymp. in Mete.275.22.
II ἡ ὁριστική (sc. ἔγκλισις), indicative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.14; ὁριστικὰ ῥήματα indicative verbs, Id.Adv.124.9; ὁριστικὴ προφορά ib.123.12. Adv. ὁριστικῶς = in the indicative mood, Phryn.337, Sch.E.Hec.87.

German (Pape)

[Seite 378] zum Begränzen, Begriffsbestimmen gehörig, λόγος, Arist., u. Sp., auch im adv.; – ἡ ὁριστική, sc. ἔγκλισις, modus indicativus, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à délimiter, à définir ; t. de gramm. défini ; ἡ ὁριστική ἔγκλισις t. de gramm. l'indicatif.
Étymologie: ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὁριστικός: определяющий, определительный (λόγος Arst.; δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, λόγος Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ δύναμις Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. ἔγκλισις), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁριστικός, -ή, -όν) οριστός
το θηλ. ως ουσ. η οριστική
γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό
νεοελλ.
1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική»)
2. φρ. «οριστική αντωνυμία»
γραμμ. αντωνυμία η οποία καθορίζει με έμφαση το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από οτιδήποτε άλλο
3. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) οριστικά
αμετάκλητα, τελειωτικά
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη διατύπωση τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του να δίνει κανείς ορισμούς εννοιών
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁριστικόν
α) καθοριστικός παράγοντας
β) γραμμ. η οριστική έγκλιση.
επίρρ...
οριστικώς και -ά (ΑΜ ὁριστικῶς)
νεοελλ.
τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα
αρχ.
1. με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο
2. γραμμ. σε έγκλιση οριστική.