ὄχα

English (LSJ)

Ep. Adv., used by Hom. only as intens. before the Sup. ἄριστος, ὄχ' ἄριστος far the best, Il.1.69, al.; cf. ἔξοχα. (Prob. from ἔχω to hold; ὄχα is to ὀχυρός as the old Germ. fast very, to fest fast, tight.)

German (Pape)

[Seite 428] (mit ἔχω zusammenhangend; nach Döderlein verhält sich das altdeutsche fast (= sehr) zu fest, haltbar, wie ὄχα zu ὀχυρός), gar sehr, bei Hom. immer als ein verstärkender Zusatz des Superlativs ἄριστος, ὄχ' ἄριστος, bei weitem der beste, z. B. Il. 1, 69. Vgl. ἔξοχα.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait, beaucoup dev. un Sp. : ὄχ' ἄριστος IL, etc., de beaucoup le meilleur ou le plus brave.
Étymologie: ἔχω ; cf. ἔξοχα.

Russian (Dvoretsky)

ὄχᾰ: adv. для усиления superl. наи-, безусловно: ὄχ᾽ ἄριστος Hom. безусловно наилучший, первейший.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχᾰ: Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπιτατικὸν πρὸ τοῦ ὑπερθ. ἄριστος, ὄχ’ ἄριστος, ἐξόχως ἄριστος, Ἰλ. Α. 69, κτλ.· ἀντὶ τούτου μεταγεν. συγγραφεῖς ἔχουσιν ἔξοχα. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἔχω, κρατῶ· -ὡς παρατηρεῖ ὁ Döderlein, ὄχα ἔχει πρὸς τὸ ὀχυρὸς ὡς τὸ ἀρχ. Γερμαν. Last = λίαν, πρὸς τὸ fest, δυνατά, στερεῶς).

English (Autenrieth)

(cf. ἔξοχα): by far, always ὄχ' ἄριστος.

Greek Monotonic

ὄχα: (ἔχω), επίρρ., χρησιμ. για να επιτείνει τον υπερθ. ἄριστος, ὄχ' ἄριστος, μακράν ο ανώτερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: by far, raising before ἄριστος (Hom.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἔξοχα id. (ἔξοχος, ἐξέχω) backformed; s. Leumann Hom. Wörter 133ff.

Middle Liddell

[ἔχω]
adv., used to strengthen the Sup. ἄριστος, ὄχ' ἄριστος far the best, Il., etc.

Frisk Etymology German

ὄχα: {ókha}
Grammar: Adv.
Meaning: weitaus, steigernd vor ἄριστος (Hom.).
Etymology : Aus ἔξοχα ib. (ἔξοχος, ἐξέχω) rückgebildet; s. Leumann Hom. Wörter 133ff.
Page 2,455

Mantoulidis Etymological

(=ἔξοχα). Ἀπό τό ἔχω.