ὑάγχη

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυνάγχη.

German (Pape)

[Seite 1167] ἡ, die Bräune bei Schweinen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑάγχη: ἡ, (ὗς ἄγχω) νόσος τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· καθόλου δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, συνάγχη, πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη.

Greek Monolingual

η / ὑάγχη, ΝΑ
νόσος του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα
αρχ.
(γενικά) οξύς πόνος του λαιμού, κυνάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυνάγχη, χοιράγχη].