ὑδροφύλαξ
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ, guard or inspector of aqueducts or irrigation-works, PLond.1.131r.205 (i A. D.), BGU621.6 (ii A. D.), Cod.Just.11.43.10.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν ὑδάτων, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
φύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. λιμενοφύλαξ)].