ὑλοτομία

English (LSJ)

ἡ, felling of wood, Arist.Pol.1258b31, PLond.3.1171.58 (i B.C.), Ael.NA3.21.

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, das Holzhauen, -fällen, Arist. pol. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
coupe d'arbres ou de bois.
Étymologie: ὑλοτόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοτομία: (ῡ) ἡ рубка леса Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοτομία: ἡ, τὸ κόπτειν ξύλα, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4, Αἰλ.

Greek Monolingual

η / ὑλοτομία, ΝΑ υλοτόμος
1. η κοπή δένδρων από το δάσος
2. συνεκδ. το υλοτόμιο
νεοελλ.
η εκμετάλλευση τών δασών.

Greek Monotonic

ὑλοτομία: ἡ, υλοτομία ή κόψιμο ξύλων, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὑλοτομία, ἡ,
the cutting or felling of wood, Arist. [from ὑλοτόμος