ὑπερδιατείνομαι

German (Pape)

[Seite 1194] med., sich über die Maaßen anspannen, anstrengen; Dem. 25, 1; Luc. Hermot. 26.

French (Bailly abrégé)

faire les plus grands efforts.
Étymologie: ὑπέρ, διατείνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερδιατείνομαι: напрягаться изо всех сил, всячески стараться, упорствовать Dem., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερδιατείνομαι: διατείνομαι, ἀγωνίζομαι ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ.

Greek Monotonic

ὑπερδιατείνομαι: Παθ., πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω υπέρμετρα, σε Δημ., Λουκ.

Middle Liddell


Pass. to exert oneself above measure, Dem., Luc.