ὑπερφθέγγομαι

English (LSJ)

speak louder than, τὰ ἔργα ὑ. τοὺς λόγους Luc. Tox.35; τῷ λόγῳ ὑπερφθέγγονται τὴν ἀλήθειαν they shout down the truth, Gal.8.808, cf. UP8.2; εὐεπείᾳ τὸν Ὅμηρον ὑ. excel Homer therein, Plu.2.396d.

German (Pape)

[Seite 1203] übertönen, überschreien, Plut. u. a. Sp.; bes. übtr., Luc. Tox. 35; S. Emp. pyrrh. 3, 244.

French (Bailly abrégé)

1 crier ou retentir plus fort que, acc.;
2 prononcer d'une voix sonore, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφθέγγομαι:
1 громогласно читать, громко декламировать (τοὺς διθυράμβους Plut.);
2 заглушать, (стараться) перекричать, превзойти или затмить (τὸν Ὃμηρον εὐεπείᾳ Plut.; τὰ ἔργα ὑπερφθέγγεται τοὺς λόγους Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφθέγγομαι: ἀποθ. φθέγγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, καὶ μάλιστα ὅταν τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, ὑπερέχω κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῖν κομίζων», Πλούτ.)
2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερφθέγγομαι: αποθ., ηχώ, ακούγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, τὰ ἔργα ὑπερφθέγγομαι τοὺς λόγους, σε Λουκ.

Middle Liddell


Dep. to sound above, τὰ ἔργα ὑπ. τοὺς λόγους Luc.