ὑποκάρδιος
English (LSJ)
ὑποκάρδιον, in the heart, ἕλκος, ὀργά, Theoc.11.15, 20.17.
German (Pape)
[Seite 1219] unter dem Herzen, am, im Herzen, ἕλκος, ὀργή, Theocr. 11, 15. 20, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au fond du cœur.
Étymologie: ὑπό, καρδία.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάρδιος: таящийся в сердце (ἕλκος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ, ἕλκος, ὀργὴ Θεόκρ. 11. 15., 20. 17.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγκάρδιος, κατακάρδιος].
Greek Monotonic
ὑποκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που βρίσκεται στην καρδιά, σε Θεόκρ.