ὑπόσκαιος

English (LSJ)

ὑπόσκαιον, somewhat sinister, Phot. s.v. ἴθυμβος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκαιος: -ον, ὀλίγον σκαιός, «ἴθυμβος: ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος» Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο λίγο άκομψος, λίγο άτεχνοςἴθυμβος, ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκαιός «άχαρος, αδέξιος»].