ἴθυμβος
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
ὁ, Bacchic dance and song, Poll.4.104, Hsch., Phot. (For the termination cf. ἴαμβος, διθύραμβος.)
German (Pape)
[Seite 1246] ὁ, ein bacchischer Gesang und Tanz, VLL.; der Tänzer selbst, Poll. 4, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἴθυμβος: ὁ, βακχικὸς χορός, Πολυδ. Δ΄, 104. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἴθυμβος· γελοιαστής· καὶ τὸ σκῶμμα. ἀπὸ τῶν ἰθύμβων... κλ.», πρβλ. καὶ Φώτ.
Greek Monolingual
ἴθυμβος, ὁ (Α)
1. βακχικός χορός και άσμα
2. ορχηστής, χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία βακχικού χορού και βακχικού άσματος που σχηματίστηκε όπως τα ίαμβος, διθύραμβος
πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a Bacchian song with dance, resp. the one who performs it (Poll. 4, 104, H., Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ἴαμβος, διθύραμβος etc. and like these an unxplained loan-word. Wrong H. Petersson IF 34, 236; cf. Charpentier ibd. 35, 248.
Frisk Etymology German
ἴθυμβος: {íthumbos}
Grammar: m.
Meaning: Ben. eines bakchischen Gesanges mit Tanz, bzw. des Ausführers desselben (Poll. 4, 104, H., Phot.).
Etymology : Bildung wie ἴαμβος, διθύραμβος usw. und wie diese ein unerklärtes Fremdwort. Verfehlte idg. Etymologie bei H. Petersson IF 34, 236’ vgl. Charpentier ebd. 35, 248.
Page 1,715-716