ὕπαιθα
English (LSJ)
Adv., (ὑπό, ὑπαί)
A out under, under and away, ὕ. λιάσθη yielded before him, under his attack, Il.15.520; ποταμὸς.. ὕ. ῥέων 21.271; ἡ δὲ [πέλεια] ὕ. φοβεῖται 22.141; κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕ. νάπη A.R.2.735.
II Prep. with genitive under, αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον (sc. αἱ ἀμφίπολοι) under him, so as to support him, Il.18.421; of one shrinking under an attack, ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ' 21.255. (Expld. as εἰς τὸ ἰθὺ καὶ ἀντικρὺ καὶ ἔμπροσθεν in Eust. 1030.20, cf. 1234.11, 1262.61; as ἐκ πλαγίου in Sch.A.R. l.c., denied or doubted by Eust. ll. cc.)
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 en se baissant, en dessous;
2 de côté, obliquement ; avec un gén. : en se détournant.
Étymologie: ὑπαί, -θα.
German (Pape)
adv., darunter weg, darunter hin, daran vorbei, Il. 15.520, 21.271, 22.141; Ap.Rh. 2.735. – Auch c. gen., an Einem vorbei, Il. 18.421, 21.255. – Aristarch erklärte Il. 21.255 ὕπαιθα = εἰς τοὔμπροσθεν, 22.141 = ἔμπροσθεν, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 117.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαιθᾰ:
I adv. вбок, в сторону, прочь (λιάζεσθαι Hom.).
II praep. cum gen. рядом с (ὕ. τινος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαιθᾰ: Ἐπίρρ., (ὑπό, ὑπαί), ὕπαιθα λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· ποταμός... ὕπ. ῥέων, κάτωθεν ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ (πέλεια) ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. μετὰ γενικ., αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255.
English (Autenrieth)
out from under, sidewise, Il. 15.520 ; τινός, sidewise away, at one's side, Il. 18.421.
Greek Monotonic
ὕπαιθᾰ: (ὑπαί), επίρρ.,
I. έξω και κάτω από, πλαγίως, προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πρόθ. με γεν., κάτω από, στην άκρη, στο ίδ.
Middle Liddell
ὑπαί
I. out under, slipping away, Il.
II. prep. with genitive under, at the side of, Il.