ὕπαρνος

English (LSJ)

ὕπαρνον, with a lamb under it, i.e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, E.Andr.557, Call.Ap.53; ὕπαρνοι ἀγέλης PLond.3.1171.5 (i B. C.); cf. ὑπόρρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui allaite un agneau.
Étymologie: ὑπό, ἀρνός².

Russian (Dvoretsky)

ὕπαρνος: имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαρνος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν ὑποκάτω, δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων βρέφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. ὑπόρρηνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρνος ποίμνη· ἄρνας ἔχουσα».

Greek Monotonic

ὕπαρνος: -ον, αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, δηλ. αυτός που θηλάζει αρνάκι ή (μεταφ.) μωρό, βρέφος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὕπ-αρνος, ον,
with a lamb under it, i. e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, Eur.