ἀρνός

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρνός Medium diacritics: ἀρνός Low diacritics: αρνός Capitals: ΑΡΝΟΣ
Transliteration A: arnós Transliteration B: arnos Transliteration C: arnos Beta Code: a)rno/s

English (LSJ)

ὁ, late nom.,
A = ἀρήν, Aesop.274.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 cordero Aesop.296.100b tít.
2 ἡ εὐχή Et.Gen.α 1209.
• Diccionario Micénico: wa-na-so-i/wa-no-so-i (?), wa-na-ta-jo.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, Lamm, erst Sp., Poll. 7, 184 u. Aesop. fab. S. ἀρήν.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
agneau, animal.
Étymologie: ἀρήν.
2gén. de ἀρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρνός:
I gen. к *ἀρήν.
II ὁ Aesop. = *ἀρήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνός: τοῦ, τῆς, γεν. ἄνευ ὀνομ. ἐν χρήσει, τῆς λέξεως ἀμνὸς (ἣν ἴδε) ἀντικαθιστώσης αὐτήν: (ἐν ἐπιγραφῇ Γόρτυνος Κρήτης σῴζεται ὀνομαστικὴ ἀρήν, ἴδε τὴν λέξ.· ἡ ὀνομ. ἀρνός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγ., ὡς π.χ. παρ’ Αἰσώπῳ, καὶ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8966, καὶ τὸ ῥὴν ὡσαύτως εἶναι μεταγενέστ.): δοτ. καὶ αἰτ. ἀρνί, ἄρνα: δυϊκ. ἄρνε: πληθ. ἄρνες, γεν. ἀρνῶν· δοτ. ἀρνάσι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 8, 10., 10, 1, Ἐπ. ἄρνεσσι Ἰλ. Π. 352· αἰτ. ἄρνας: ― ἀμνός, ἀρνίον, Λατ. agnus, agna, ἀρνῶν πρωτογόνων Ἰλ. Δ. 102, κτλ.· ἀρνῶν... γαλαθηνῶν Κράτης ἐν «Γείτοσι» 1· πρβλ. τὴν λέξιν μέτασσαι. ΙΙ. πρόβατον ἄρρεν ἢ θῆλυ, οἴσετε δ’ ἄρν’ ἕτερον λευκόν, ἑτέρην δὲ μέλαιναν Ἰλ. Γ. 103· ἄρνες κεραοὶ Ὀδ. Δ. 85. Ἐντεῦθεν, ἀρνειός, ἀρνίον. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ϜΑΡ· διότι τὸ ἀρνὸς ἔχει τὸ δίγαμμα παρ’ Ὁμ. καὶ εὑρίσκομεν ϝαρὴν ἐν ἐπιγρ. Γόρτ. Κρήτ., ϝαρνῶν ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 11, πρβλ. Σανσκρ. ura-bhras (κριὸς ἐκτομίας) = ἐριο-φόρος, καὶ urâ, ûrnâ, πρόβατον, ἔριον. Πιθανὸν λοιπὸν ἡ λέξις νὰ σχετίζηται μᾶλλον πρὸς τὸ ἔριον, εἶρος, ἢ πρὸς τὸ ἀρρήν, aries, (κριὸς), ἴδε Κούρτ.

English (Autenrieth)

gen. (root αρν.), no nom. sing., acc. ἄρνα, dual. ἄρνε, pl. ἄρνες, ἀρνῶν, ἄρνεσσι, ἄρνας: lamb, sheep.

Greek Monotonic

ἀρνός: τοῦ, τῆς, γεν. χωρίς ονομ. σε χρήση· ἀμνός χρησιμ. στη θέση του· δοτ. και αιτ. ἀρνί, ἄρνα· δυϊκ. ἄρνε· πληθ. ἄρνες, γεν. ἀρνῶν, δοτ. ἄρνασι, Επικ. ἄρνεσσι· αιτ. ἄρνας·
I. πρόβατο, Λατ. agnus, agna, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πρόβατο, είτε κριάρι, είτε προβατίνα (πιθ. συγγενές προς το ἔρ-ιον, εἶρος, μαλλί).

Middle Liddell

[Prob. akin to ἔριον, εἶρος, wool.]
I. a lamb, Lat. agnus, agna, Il.
II. a sheep, whether ram or ewe, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=ἀρνί). Ἔχει σχέση μέ τό ἀρήν, ὀνομαστ. τῆς γεν. ἀρνός. Πιθανόν ἀπό ρίζα ϝαρ.