ὠκυπέτης

English (LSJ)

ὠκυπέτου, ὁ, swift-flying, swift-running, ἵππω ὠκυπέτα Il.8.42, 13.24; ἴρηξ Hes.Op.212: metaph., ὠ. μόρος S.Tr.1042 (lyr.):—also fem. Ὠκυπέτη, name of a Harpy, Hes.Th.267; and ὠκυπέτεια χελιδών, of a fish (cf. χελιδών ΙΙ), Marc.Sid.17.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au vol ou à l'essor rapide.
Étymologie: ὠκύς, πέτομαι.

German (Pape)

ἡ, der schnell fliegt, läuft; H. Il. 8.42, 13.24; ἴρηξ Hes. O. 214; πτηνά Archi. 24 (IX.19); übertragen, μόρος Soph. Trach. 1031.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠπέτης: дор. ὠκῠπέτᾱς 2 быстролетный, стремительный (ἵπποι Hom.; ἴρηξ Hes.; πτηνά Anth.; μόρος Soph.).[[ ]]

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠπέτης: -ου, ὁ, ὁ ὠκέως πετόμενος, ταχέως τρέχων, χαλκόποδ’ ἵππῳ ὠκυπέτα Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24· ἴρηξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· μεταφορ., ὠκ. μόρος Σοφ. Τραχ. 1042. ― Εὕρηνται δὲ καὶ οἱ θηλ. τύποι, Ὠκυπέτη, ὡς ὄνομα Ἁρπυίας, Ἡσ. Θεογ. 267· καὶ ὠκυπέτεια χελιδών, Μάρκελλ. Σιδήτ. Ἰατρικ. περὶ ἰχθύων 17 (ἐν τῇ Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρικ. τ. 1, σ. 15 τῆς α΄ ἐκδ.).

English (Autenrieth)

(πέτομαι): swift-flying, Il. 13.24 and Il. 8.42.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ὠκυπέτεια, Α
αυτός που πετά ή, γενικά, που κινείται γρήγορα
2. μτφ. αυτός που έρχεται γρήγορα ή πρόωρα («ὠκυπέτᾳ μόρῳ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πέτης (< πέτομαι), πρβλ. ταχυπέτης].
-ές, Α
ὠκυπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. ταχυπετής].

Greek Monotonic

ὠκῠπέτης: -ου, ὁ (πέτομαι), αυτός που πετάει γρήγορα, που τρέχει γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., ὠκυπέτης μόρος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὠκῠ-πέτης, ου, ὁ, πέτομαι
swift-flying, swift-running, Il., Hes.; metaph., ὠκ. μόρος Soph.