ἴρηξ
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ηκος, ὁ, Ion. and Ep. for ἱέραξ.
German (Pape)
[Seite 1262] ηκος, ὁ, ion. u. ep. = ἱέραξ, Hes. O. 203 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱέραξ.
English (Autenrieth)
ηκος: hawk or falcon; typical of swiftness, Il. 15.237.
Greek Monolingual
ἴρηξ, -ηκος, ὁ (Α)
ιων. και επικ. τ. του ιέραξ.
Russian (Dvoretsky)
ἴρηξ: ηκος ὁ эп.-ион. = ἱέραξ.