ὠμοδακής
English (LSJ)
ὠμοδακές, fiercely gnawing, ἵμερος A.Th. 692 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui mord au vif.
Étymologie: ὠμός, δάκνω.
German (Pape)
ές, wild gemacht, gereizt, ὠμοδακὴς ἵμερος, wild aufgeregte Leidenschaft, Aesch. Spt. 674.
Russian (Dvoretsky)
ὠμοδᾰκής: кусающий за живое, т. е. мучительный (ἵμερος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοδᾰκής: -ές, ὁ ἀγρίως δάκνων, ὠμοδακής σ’ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύνει Αἰσχύλ. Θήβ. 692.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που δαγκώνει άγρια, εξαγριωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δακής (< δάκος τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. αὐτοδακής].
Greek Monotonic
ὠμοδᾰκής: -ές (δάκνω), αυτός που δαγκώνει άγρια, με ωμό τρόπο, σε Αισχύλ.