ὡρονομέω

English (LSJ)

to be in the ascendant, Man.1.58,339: c. acc., Κρόνος ὡρονομεῖ τετραπόδων γένεσιν AP11.383 (Pall.).

French (Bailly abrégé)

ὡρονομῶ :
1 tirer l'horoscope de qqn;
2 présider à la naissance de qqn.
Étymologie: ὡρονόμος.

German (Pape)

[Seite 1415] 1) die Tageszeiten, Stunden einteilen, anzeigen. – 2) die Stunde regieren, von dem eintretenden Zeichen des jedesmaligen Planeten, γένεσιν ὡρονομεῖ Κρόνος Pallad. 30 (XI, 383).

Russian (Dvoretsky)

ὡρονομέω: астрол. (о небесных светилах) определять (γένεσίν τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὡρονομέω: κυβερνῶ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως, ἐπὶ πλανητῶν, Μανέθων 1. 58, 339· μετ’ αἰτιατ., γένεσιν ὡρονομεῖ Κρόνος Ἀνθολ. Παλατ. 11. 383.

Greek Monotonic

ὡρονομέω: μέλ. -ήσω, κυβερνώ την ώρα της γεννήσεως, λέγεται για τους πλανήτες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὡρονομέω, fut. -ήσω
to rule the hour of birth, of planets, Anth.