ῥάγος

English (LSJ)

τό, = ῥάκος, PStrassb.21.24, al. (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 830] τό, = ῥάκος, VLL.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
φθαρμένο και ξεσχισμένο ένδυμα, ράκος, κουρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ος (πρβλ. ράκος)].