ῥέμβη

English (LSJ)

ἡ, wandering, metaph., κατὰ φωνὴν ἦν ἐν τῇ ῥέμβῃ Hp.Epid.7.17 (restored for ῥεμβίῃ from Gal.19.134).

German (Pape)

[Seite 837] ἡ, = Folgdm, Galen. aus Hippocr. erklärt πλάνη.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέμβη: ἡ, (ῥέμβω) τὸ πλανᾶσθαι, πλάνη, ἐν ῥέμβῃ εἶναι, ἐν παραλύσει, Γαλην. εἰς Ἱππ. 1215Ε (τὰ τοῦ Ἱπποκρ. Ἀντίγραφα ἔχουσι ῥεμβίῃ).

Greek Monolingual

ῥέμβη, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης
αρχ.-μσν.
η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].