ῥηγματώδης

English (LSJ)

ες, v. ῥῆγμα.

German (Pape)

[Seite 839] ες, rißartig, rissig, voll Ritzen, Spalten; auch = ῥηγματίας, Medic.

Greek Monolingual

-ες / ῥηγματώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥῆγμα, -ατος]
1. όμοιος με ρήγμα
2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια»)
νεοελλ.
φρ. «ρηγματώδη τρήματα»
ανατ. οπές της βάσης του κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού -πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα- για τη δίοδο της έσω καρωτίδας, και μεταξύ λιθοειδούς και ινιακού οστού -οπίσθιο ρηγματώδες τρήμα- για τη δίοδο της σφαγίτιδας φλέβας και της 9ης, της 10ης και της 11ης εγκεφαλικής αρτηρίας
αρχ.
ο ῥηγματίας.