ῥοιζηδόν

English (LSJ)

v. ῥοιζηδά.

German (Pape)

[Seite 848] adv., unter Geräusch, Geschwirr, Gepfeife; mit rauschender Schnelligkeit, Heftigkeit; Nic. Th. 556; Lycophr. 66.

English (Strong)

adverb from a derivative of rhoizos (a whir); whizzingly, i.e. with a crash: with a great noise.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ.
1. θορυβωδώς, με βοή («ἡμέρα Κυρίου... ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται», ΚΔ)
2. ορμητικά, πολύ γρήγορα («ῥύακι ῥοιζηδὸν φερομένῳ», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. ῥοιβδηδόν)].

Russian (Dvoretsky)

ῥοιζηδόν: adv. с грохотом (οἱ οὐρανοὶ ῥ. παρελεύσονται NT).

Chinese

原文音譯:?oizhdÒn 睞色端
詞類次數:副詞(1)
原文字根:湧出 生命
字義溯源:颼颼聲地,大響聲;源自(ῥοιζηδόν)X*=呼呼響聲)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 有大響聲(1) 彼後3:10

French (New Testament)

adv.
avec fracas ; en sifflant
ῥοιζέω