agree

English > Greek (Woodhouse)

verb intransitive

say ditto: P. and V. συμφάναι, Ar. and P. ὁμολογεῖν, P. συνομολογεῖν, Ar. and V. ὁμορροθεῖν.

agree with (a person or thing said): P. and V. συμφάναι; (dat.), Ar. and P. ὁμολογεῖν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), συναγορεύειν (dat.), V. προσᾴδειν; (dat.), συναινεῖν (dat.).

correspond (with): P. and V. συμφέρειν, or pass. (dat.), συμβαίνειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμπίπτειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν; (dat.), συγκόλλως ἔχειν (absol.); see correspond.

hold same views: P. ὁμονοεῖν, P. and V. ταὐτὰ φρονεῖν.

consent: P. ὁμολογεῖν, P. and V. συγχωρεῖν, συναινεῖν (Plato), V. συννεύειν.

consent to: P. and V. συναινεῖν; (acc.) (Xen.), ἐπινεύειν (acc.), καταινεῖν (acc. or dat.), συγχωρεῖν (dat.); see consent.

promise: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ἐπαγγέλλεσθαι; see promise.

make an agreement: P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι, συγχωρεῖν, P. ὁμολογεῖν, διομολογεῖσθαι.

agree in wishing: P. and V. συμβούλεσθαι (Plato), Ar. and V. συνθέλειν.

agree to, accept: P. and V. δέχομαι, δέχεσθαι, ἐνδέχομαι, ἐνδέχεσθαι; see accept.

agree with, suit: P. and V. ἁρμόζειν; (dat.).

settle with: P. and V. συντίθεσθαι; (dat.), συμβαίνειν (dat.); see covenant.