agreement
English > Greek (Woodhouse)
substantive
concord: P. ὁμόνοια, ἡ, συμφωνία, ἡ (Plato).
written bond: P. γραμματεῖον, τό, συγγραφή, ἡ, γράμματα, τά.
covenant: P. and V. σύμβασις, ἡ, σύνθημα, τό, συνθῆκαι, αἱ, P. ὁμολογία, ἡ.
in agreement with, adj.: P. ὁμογνώμων (dat.).
be in agreement with, make common cause with: P. κοινολογεῖσθαι (dat.).