aniseed
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Ar. ἄνησον, ἄνησον ἄνησσον, ἄννισον, ἄνισον (should not be confused with ἄνηθον, ἄννηθον, ἄννητον which is the plant dill, Latin name: Anethum graveolens).
Greek Monolingual
ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM)
το φυτό γλυκάνισο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον καί τους συναφείς του τύπους —πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην αρχαιότητα— επειδή πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η ποικιλία στη γραφή των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν είναι γνήσια ελληνική, αλλά ήλθε στην Ελλάδα μαζί με το φυτό από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες κατά τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους τύπους είναι ο αρχικός. Ο τ. άνισον φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. άνησον, ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, προήλθε από το αραβ. yansun].
Wikipedia EN
Anise (/əˈnis/, /ˈænɪs/; Pimpinella anisum), also called aniseed or rarely anix, is a flowering plant in the family Apiaceae native to the eastern Mediterranean region and Southwest Asia.
The flavor and aroma of its seeds have similarities with some other spices, such as star anise, fennel, and liquorice. It is widely cultivated and used to flavor food, candy, and alcoholic drinks, especially around the Mediterranean.
Translations
af: anys; ar: يانسون; arz: ينسون; ast: pimpinella anisum; azb: جیره; az: adi cirəgülü; bat_smg: anėžė; ba: әнис үләне; be_x_old: аныж; be: аніс; bg: анасон; bo: དྲི་ཞིམ་སོན་ཅན།; bs: anis; ca: anís; ceb: pimpinella anisum; csb: anëż; cs: bedrník anýz; cv: анис; cy: anis; da: anis; de: Anis; dsb: anis; el: γλυκάνισος; en: anise; eo: anizo; es: pimpinella anisum; et: harilik aniis; eu: anis; fa: بادیان رومی; fi: anisruoho; frr: anis; fr: anis vert; gl: anís; gv: lus yn anis; he: אניס; hr: anis; hsb: anis; hu: ánizs; hy: անիսոն; id: adas manis; io: anizo; is: anís; it: pimpinella anisum; ja アニスjv adas legikab tikamninka ანისულიkk бәденko: 아니스; ku: anesûn; lb: anäis; lld: ciuites; lt: anyžinė ožiažolė; lv: parastais anīss; mk: анасон; mrj: анис; nap: pimpinella anisum; nl: anijs; nn: anis; no: anis; oc: anís; os: хорнæмыгон; pcd: an·nisse; pl: biedrzeniec anyż; pt: pimpinella anisum; qu: anis; ro: anason; ru: анис; scn: zammù; sc: anis; sd: پلاجيري; sh: анис; simple: anise; sk: bedrovník anízový; sl: janež; sq: pimpinella; sr: анис; sv: anis; ta: சோம்பு; te: కుప్పి సోపు నూనె; tg: анис; th: เทียนสัตตบุษย์; tl: sangki; tr: anason; tt: гади әнис; udm: анис; uk: аніс; uz: arpabodiyon; vi: tiểu hồi cần; war: pimpinella anisum; wuu: 茴芹; zh_yue: 大茴香; zh: 茴芹