astuto
Spanish > Greek
ἀγκυλογνώμων, ἀγκυλομήτης, ἀγκυλόμητις, ἀγκύλος, ἀγχίνοος, αἱμύλιος, αἱμύλος, αἰολόβουλος, αἰολόσκοπος, ἀλωπεκίας, ἀλωπεκώδης, δεξιός, δολιόγνωμος, δολιομήτης, δολιόμητις, δολιότροπος, δολόεις, δολόμητις, δριμύς, δύσμαχος, εἴρων