ἀλωπεκίας

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπεκίας Medium diacritics: ἀλωπεκίας Low diacritics: αλωπεκίας Capitals: ΑΛΩΠΕΚΙΑΣ
Transliteration A: alōpekías Transliteration B: alōpekias Transliteration C: alopekias Beta Code: a)lwpeki/as

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A branded with a fox, Luc. Pisc.47.
II thresher shark, Lat. Squalus vulpes, Arist.Fr.310, Mnesim.4.49, Diph.Siph. ap. Ath.8.356c.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fig. que lleva un zorro marcado a fuego e.d. astuto Luc.Pisc.47.
2 ict. pez zorro o guadaña, Alopecias vulpinus Bn., Arist.Fr.310, Mnesim.4.49, Diph.Siph. en Ath.356c.

German (Pape)

[Seite 113] ὁ, Luc. Pisc. 47, mit dem Zeichen des Fuchses gebrandmarkt. Bei Ath. VIII, 356 c eine Haifischart, vgl. VII, 294 d u. Opp. H. 1, 381. – Mnesim. com. Ath. IX, 403 (v. 49) stellt κίττης, πέρδικος, ἀλωπεκίου zusammen, also ein Vogel, s. ἀλώπηξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui a la figure d'un renard;
2 renard de mer (squalus vulpes), poisson.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωπεκίας: ου ὁ
1 клейменный изображением лисы Luc.;
2 морская лиса (Alopecias или Squalus vulpes, разновидность акулы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκίας: -ου, ὁ, ὁ ἐστιγματισμένος διὰ σημείου ἀλώπεκος, Λουκ. Ἁλ. 47. ΙΙ. ἰχθὺς ἐκ τοῦ γένους τῶν γαλεῶν, Λατ. squalus vulpes, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 49.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλωπεκίας)
νεοελλ.
είδος ψαριού του γένους τών Γαλεών, ο αλωπίας ή αλεποκαρχαρίας
αρχ.
αυτός που έχει στιγματιστεί με το σημείο της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίας].

Greek Monotonic

ἀλωπεκίας: -ου, ὁ (ἀλώπηξ), αυτός που φέρει στίγματα αλεπούς, σε Λουκ.

Middle Liddell

[ἀλωπήξ]
branded with a fox, Luc.