bijstaan
Dutch > Greek
βοηθέω, παραγίγνομαι, παρασπίζω, παραστατέω, πάρειμι, συγγίγνομαι, συλλαμβάνω, συμμαχέω, συμπαραγίγνομαι, συμπαραστατέω, συμπάρειμι, συμπαρίσταμαι, συναγωνίζομαι, συνάπτω, σύνειμι, συνεπιλαμβάνω
βοηθέω, παραγίγνομαι, παρασπίζω, παραστατέω, πάρειμι, συγγίγνομαι, συλλαμβάνω, συμμαχέω, συμπαραγίγνομαι, συμπαραστατέω, συμπάρειμι, συμπαρίσταμαι, συναγωνίζομαι, συνάπτω, σύνειμι, συνεπιλαμβάνω