συνεπιλαμβάνω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A take part with a person, λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινί Th.2.8; τοῦ βίου Max. Tyr.14.7; πρὸς ἀσφάλειαν ἑκατέρῳ ἑκάτερος Id.16.8: c. dat. rei, τῇ σωτηρίᾳ τῆς νεώς.. Id.21.4: abs., assist, PPetr.3p.57 (iii B.C.), Arr.An.6.3.3, Gal.6.212.
2 envelop also, τι τοῦ περὶ τὴν διάρθρωσιν συνδέσμου Id.2.301, cf. 18(2).937.
II Med., take part in together, partake in, c. gen. rei, τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου, Hdt. 3.48, 5.45, cf. Th.8.26: abs., Id.1.115, OGI244.36 (Daphne, iii/ii B.C.).
2 σ. τινί τινος take part with or assist one in a thing, σ. τινὶ τοῦ ἔργου Luc.Prom.13, cf. Im.8; σ. τισὶ σωτηρίας help them towards it, Plb.11.24.8, etc.; σ. τισὶ τοῦ φόβου contribute towards increasing their fear, Th.6.70: c. dat. pers. only, take part with, support, Id.3.74, Plb.5.90.2, etc.; συνεπιλαβοῦ (sc. αὐτῷ) ἵνα κομίσηται help him to recover (the money), PCair.Zen.553.9 (iii B.C.); συνεπιλαβόμενος τοῦ ἐντυχεῖν αὐτὸν Ἀπολλωνίῳ τὴν ταχίστην PMich.Zen.23.7 (iii B.C.).
3 c. gen. pers., τῶν Ἑλλήνων σ. help in (the persuasion of) the Greeks, Plu.Them.12.
4 c. gen. rei, take also into consideration, Ptol.Phas.p.11 H.
French (Bailly abrégé)
venir en aide à, τινι;
Moy. συνεπιλαμβάνομαι plus us.
1 entreprendre avec un autre : τινος qch ; avec un gén. de pers. : entreprendre avec;
2 aider à entreprendre, venir en aide à : τινι à qqn ; τινί τινος à qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἐπιλαμβάνω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιλαμβάνω
(ενεργ. και μέσ.) μετέχω μαζί με άλλους σε κάτι, συμμετέχω (α. «εἰ τι δύναιτο... καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς», Θουκ.
β. «συνεπελάβετο... τοῦ... πολέμου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. περιτυλίγω επί πλέον («συνεπιλαμβάνειν τι τοῦ περὶ τὴν διάρθρωσιν συνδέσμου», Γαλ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) βοηθώ και εγώ σε κάτι (α. «καί που καὶ νάπαι... καὶ αὗται ξυνεπελάμβανον», Αρρ.
β. «θεὸς αὐτοῖς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας», Πολ.)
3. μέσ. συνεπιλαμβάνομαι
λαμβάνω επίσης υπ' όψιν.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιλαμβάνω: преимущ. med.
1 вместе приниматься (за что-л.), принимать участие, содействовать, помогать (λόγῳ καὶ ἔργῳ τινί Thuc.; ἐὰν μὲν ἡ τύχη συνεπιλαμβάνηται Polyb.): συνεπιλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος τοῦ ἐπὶ Σάμου Her. содействовать походу на Самос; ξυνεπιλαβέσθαι τοῦ ὑπολοίπου τινός Thuc. помочь довершению чего-л.; ξυνεπιλαβέσθαι τοῦ φόβου Thuc. нагнать еще больший страх;
2 вместе воздействовать, помочь повлиять (τῶν Ἑλλήνων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιλαμβάνω act. helpen, bijstaan, met dat.. Thuc. 2.8.4. med. helpen, bijstaan, samen (met...) aanpakken met dat.; met (dat. en) gen.: συνεπιλήψεται δὲ τοῦ ἔργου αὐτῷ καὶ ὁ Θηβαῖος ποιητής bij het werk zal ook de Thebaanse dichter hem helpen Luc. 43.8; παρεκάλει τῶν Ἑλλήνων σ. riep hem op om samen (met hem) de Grieken aan te pakken (d.w.z. te helpen de Grieken te overtuigen) Plut. Them. 12.7. bijdragen tot, met gen.. ἂν... συνεπιλαμβάνηταί τις ὀρθὴ τροφὴ παιδεύσεως als ook een goede voeding een bijdrage levert aan de opvoeding Plat. Tim. 44b; σ. τοῦ φόβου bijdragen aan iems. angst Thuc. 6.70.1.