coast
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. παραλία γῆ, ἡ, ἀκτή, ἡ (rare P.). P. ἡ παραλία, ἡ παραθαλασσία.
shore: Ar. and P. αἰγιαλός, ὁ (rare P.).
of or on the coast, adj.: P. and V. παράλιος, πάραλος, ἀκταῖος (Thuc.), V. ἐπάκτιος, παράκτιος, P. παραθαλάσσιος, ἐπιθαλάσσιος, ἐπιθαλασσίδιος.
live on the coast, v.: P. κάτω οἰκεῖν.