convincente
Spanish > Greek
ἀναγκαῖος, ἀναπειστήριος, δικαιολογικός, δυναμικός, δυσωπητικός, ἐμβριθής, εὐπειθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός
ἀναγκαῖος, ἀναπειστήριος, δικαιολογικός, δυναμικός, δυσωπητικός, ἐμβριθής, εὐπειθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός