corrupt
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. διαφθείρω, διαφθείρειν, λωβᾶσθαι, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.).
bribe: P. δεκάζειν, διαφθείρω, διαφθείρειν, Ar. and P. πείθειν, ἀναπείθειν.
seduce: P. and V. διαφθείρω, διαφθείρειν, λωβᾶσθαι, V. διολλύναι, αἰσχύνειν, P. καταισχύνειν.
corrupt beforehand: P. προδιαφθείρειν.
adjective
wicked: P. and V. κακός, πονηρός, μοχθηρός.
taking bribes: Ar. and P. δωροδόκος, P. and V. φιλάργυρος.
in an unhealthy state: P. and V. σαθρός, ὕπουλος.
be corrupt, be in an unhealthy state, v.: P. and V. νοσεῖν.