device

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. and V. μηχάνημα, τό, σόφισμα, τό, πόρος, ὁ, τέχνημα, τό (Plato), μηχανή, ἡ.

invention: P. and V. εὕρημα, τό, Ar. and V. ἐξεύρημα, τό.

crest: Ar. and V. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό, ἐπίσημα, τό.

without device, adj.: V. ἄσημος.