equivocarse
Spanish > Greek
ἐμποδίζω, διαπίπτω, διαπλανάω, διασφάλλω, ἐξαπατάω, ἀπατῶμαι, ἀάω, ἀπαμπλακεῖν, διαμφοδέω, ἐξαμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἀποσφάλλω, ἁμαρτάνω, ἀγνοέω, ἀστοχέω, ἀμπλακίσκω, ἀποπλανάω
ἐμποδίζω, διαπίπτω, διαπλανάω, διασφάλλω, ἐξαπατάω, ἀπατῶμαι, ἀάω, ἀπαμπλακεῖν, διαμφοδέω, ἐξαμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἀποσφάλλω, ἁμαρτάνω, ἀγνοέω, ἀστοχέω, ἀμπλακίσκω, ἀποπλανάω