διαπλανάω

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλᾰνάω Medium diacritics: διαπλανάω Low diacritics: διαπλανάω Capitals: ΔΙΑΠΛΑΝΑΩ
Transliteration A: diaplanáō Transliteration B: diaplanaō Transliteration C: diaplanao Beta Code: diaplana/w

English (LSJ)

lead quite astray, Plu.2.917e, Arr.Epict.1.20.10; deceive, cheat, BGU367 (ii A.D.):—Pass., go astray, wander, D.S.17.116, Plu.Fr.inc.11(v.l.).

Spanish (DGE)

I 1distraer, despistar esp. c. ánimo de inducir a error o engaño en pap. frec. para evitar pagar lo que se debe, c. ac. πλεονάκις ἀπῃτ[η] μένος τὸν πυρὸν οὐκ ἀπ[οδέ] δωκεν μέχρι τοῦ νῦν δ[ια] πλανῶν με ἀεί τινας ὑπερβολὰς ποιούμενος PUniv.Giss.1.11, cf. PMonac.52.13, PStras.781.11 (todos II a.C.), c. ac. e inf. τὰς κύνας τῆς τῶν θηρίων ὀσμῆς ἐπιλαβέσθαι Plu.2.917e
abs. confundir, embrollar, liar las cosas ὀφείλοντές μοι κατ' οὐδὲν ἐπιστρέφονται ἀποδῶναί μοι διαπλανῶντες καὶ ὑπερτιθέμενοι BGU 36.7 (II d.C.), cf. PMich.Teb.228.15, CPR 15.8.17 (ambos I d.C.), τὰ διαπλανᾶν δυνάμενα las cosas que pueden inducir a error Arr.Epict.1.20.11
en v. pas. ser inducido a error, dejarse despistar o engañar, PBremen 12.13 (II a.C.), ὑπὸ τῶν σοφιζομένων Arr.Epict.1.7.12, τοῖς σωματικοῖς αἰσθητηρίοις περὶ τὴν τοῦ καλοῦ κρίσιν Gr.Nyss.Mort.48.2.
2 distraer, divertir, entretener αὐτήν Proteu.6.1.
II en v. med.-pas. extraviarse, andar errante διεπλανῶντο ζητοῦντες D.S.18.21, c. ac. de tiempo τρεῖς δὲ ἡμέρας ... διαπλανηθείς D.S.17.116
errar, equivocarse περί τινα λέξεις ἢ διεσφάλησαν ... ἢ διεπλανήθησαν CChalc.(451) Act.1.648.

German (Pape)

[Seite 595] ganz irre führen, Plut. Qu. nat. 28 u. a. Sp. – Pass., überall umherirren, D. Sic. 17, 116.

French (Bailly abrégé)

διαπλανῶ :
égarer complètement.
Étymologie: διά, πλανάω.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλᾰνάω: ὁδηγῶ ὅλως εἰς πλάνην, Πλούτ. 2. 917Ε, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 10. ― Παθ., ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πλανῶμαι, Διόδ. 17. 116.

Russian (Dvoretsky)

διαπλᾰνάω:
1 сбивать с пути, вводить в заблуждение (τὰς κύνας Plut.);
2 pass. сбиваться с дороги, блуждать (τρεῖς ἡμέρας διαπλανηθείς Diod.).