oud
Dutch > Greek
γεραιός, γέρων, γηραιός, γηραλέος, γραῖα, παλαιγενής, παλαιός, πολιός, πρέσβυς, πρεσβύτης, πρεσβυτικός, προγενής, πρωτόγονος, σαπρός
γεραιός, γέρων, γηραιός, γηραλέος, γραῖα, παλαιγενής, παλαιός, πολιός, πρέσβυς, πρεσβύτης, πρεσβυτικός, προγενής, πρωτόγονος, σαπρός