permanente
Spanish > Greek
διάμονος, διατελής, διηνεκής, δυσαλλοίωτος, δυσκίνητος, ἀνελλιπής, ἀπαρόδευτος, ἐμμενετός, ἐμπαράμονος, ἔμμονος
διάμονος, διατελής, διηνεκής, δυσαλλοίωτος, δυσκίνητος, ἀνελλιπής, ἀπαρόδευτος, ἐμμενετός, ἐμπαράμονος, ἔμμονος