δυσαλλοίωτος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαλλοίωτος Medium diacritics: δυσαλλοίωτος Low diacritics: δυσαλλοίωτος Capitals: ΔΥΣΑΛΛΟΙΩΤΟΣ
Transliteration A: dysalloíōtos Transliteration B: dysalloiōtos Transliteration C: dysalloiotos Beta Code: dusalloi/wtos

English (LSJ)

δυσαλλοίωτον, hard to alter, Gal.Protr.11; hard to digest, Hp.Alim..49; χυμός Alex.Aphr. Pr.1.83.

Spanish (DGE)

-ον
que no se altera fácilmente, difícil de trasformar τροφή Hp.Alim.49, ὅσα σκληρὰ φύσει καὶ δυσαλλοίωτα Gal.1.348, χυμός Alex.Aphr.Pr.1.83
inalterable, permanente διάθεσις Gal.1.30.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu verändern, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαλλοίωτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀλλοιούμενος, δύσπεπτος, τροφὴ Ἱππ. 383. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαλλοίωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αλλοιώνεται, δυσμετάβλητος.