prohibición
Spanish > Greek
ἀπαγόρευμα, ἀπαγόρευσις, ἀπόρησις, ἀπόρρημα, ἀπόρρησις, ἀπόταγμα, ἐκεχειρία, κώλυσις, παραγόρευσις, προαγόρευσις
ἀπαγόρευμα, ἀπαγόρευσις, ἀπόρησις, ἀπόρρημα, ἀπόρρησις, ἀπόταγμα, ἐκεχειρία, κώλυσις, παραγόρευσις, προαγόρευσις