ἀπόρρησις
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀπερῶ)
A forbidding, prohibition, Pl.Sph.258c; interdiction of judgement, παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31; δίκη τῆς ἀ. Is.2.29.
II (ἀπείρηκα) giving up, Pl.R.357a; ἀπόρρησις μαρτυρίας = refusal to give testimony, Plu.Mar.5; renunciation of a truce, Plb.14.2.14.
III disowning of a son, = ἀποκήρυξις, Suid.
IV giving in, flagging, ἀπόρρησιν ποιήσασθαι Aristid.1.374J.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 prohibición μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.Sph.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης IGLS 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7
•interdicto de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, δίκη τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.
2 negativa, renuncia Pl.R.357a, cf. PCair.Zen.367.31 (III a.C.), PRyl.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14
•en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.Or.5.45, ἀπόρρησις τῆς μαρτυρίας = negativa a prestar testimonio Plu.Mar.5
•dimisión ἀπόρρηοιν διδόναι ἐπὶ τὸν ἐνιαυτόν SB 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν PMich.575.8 (II d.C.).
3 desheredamiento Sud.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 interdiction, défense;
2 récusation.
Étymologie: ἀπορρηθῆναι, v. ἀπερῶ, ἀπεῖπον.
German (Pape)
ἡ, das Absagen,
a das Verbieten, Plat. Soph. 258c, Dem. 33.31.
b Weigerung, Plat. Rep. II.357a; vgl. B.A. 27, wo es in dieser Stelle für ῥῆσις erkl. wird.
c παιδός, = ἀποκήρυξις, das Lossagen von einem Kinde, Enterbung, ἀπορρήσεως δίκην λαγχάνειν τινί Isae. 2.29; γάμου, Scheidung; Aufkündigung des Waffenstillstandes, Poll. 14.2.14.
d das Versagen der Kräfte, Ermattung ?
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρρησις: εως ἡ
1 запрет, запрещение Plat., Dem.;
2 отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρησις: -εως, ἡ, (ἀπερῶ), ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ ἐγκατάλειψις ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. ἀποκήρυξις υἱοῦ, ἀποκλήρωσις, Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -ἀποκήρυξις, διάλυσις ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἀποτυχία, Ἀριστείδ. 1. 374.
Greek Monolingual
ἀπόρρησις, η (Α) ρήσις
1. απαγόρευση
2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος
3. λύση ανακωχής
4. αποκήρυξη, αποκλήρωση
5. υποχώρηση.
Greek Monotonic
ἀπόρρησις: -εως, ἡ (ἀπερῶ)·
I. απαγόρευση, αποτροπή, σε Πλάτ.
II. εγκατάλειψη ενός ζητήματος, άρνηση, απόρριψη, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀπερῶ
I. a forbidding, prohibition, Plat.
II. a giving up a point, refusal, Plat.
English (Woodhouse)
prohibition, renunciation, disowning
Translations
prohibition
Albanian: ndalim; Arabic: حَظْر, مَنْع; Armenian: արգելք; Azerbaijani: yasaq, qadağan; Belarusian: забарона; Bulgarian: забрана, запрещение; Catalan: prohibició, interdicció; Chinese Mandarin: 禁止; Danish: forbud; Dutch: verbod; Estonian: keeld; Finnish: kielto; French: prohibition, interdiction; Georgian: აკრძალვა; Greek: απαγόρευση; Ancient Greek: ἀπαγόρευμα, ἀπαγόρευσις, ἀπόρησις, ἀπόρρημα, ἀπόρρησις, ἀπόταγμα, κώλυσις, παραγόρευσις, προαγόρευσις; Hindi: निषेध, मनाही; Hungarian: tiltás, megtiltás, tilalom; Irish: crosadh; Italian: proibizione; Japanese: 禁止, 差し止め; Kazakh: тыйым; Khmer: បំរាម; Korean: 금지(禁止); Kyrgyz: тыюу; Latin: vetitum, interdictum; Latvian: aizliegums; Lithuanian: uždraudimas; Macedonian: забрана; Malay: larangan; Norwegian Bokmål: forbud; Oromo: dhowwaa; Persian: منع; Plautdietsch: Baun; Portuguese: proibição; Romanian: interdicție; Russian: запрет, запрещение; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑брана; Roman: zȃbrana; Slovene: prepoved; Spanish: prohibición; Swedish: förbud; Tajik: манъ; Thai: การห้าม, ข้อห้าม; Turkish: yasak; Ukrainian: заборона; Uzbek: taqiq, man; Vietnamese: sự cấm, cấm chỉ; Zazaki: men, tomet