fitly: P. and V. εὐπρεπῶς, πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.
suitably: P. ἐπιτηδείως, συμφόρως.
seasonably: P. εὐκαίρως, P. and V. καιρίως (Xen.); see seasonably.
in an orderly way: Ar. and P. κοσμίως, P. and V. εὐτάκτως.