P. προπετῶς, ἀπερισκέπτως, ἀσκέπτως, ἀλογίστως, τολμηρῶς, εὐχερῶς, θαρσαλέως, ἰταμῶς, Ar. and P. ἀνοήτως, νεανικῶς, P. and V. ἀφρόνως, ἀφροντίστως (Xen.), V. ἀβούλως.
talk rashly, v.: V. λαβροστομεῖν.