silliness

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. and V. μωρία, ἡ, ἄνοια, ἡ. ἀμαθία, ἡ, ἀφροσύνη, ἡ, ἀβουλία, ἡ, ἀσυνεσία, ἡ (Euripides, Fragment), P. ἠλιθιότης, ἡ, ἀβελτερία, ἡ, εὐήθεια, ἡ, βλακεία, ἡ, V. εὐηθία, ἡ, Ar. and V. δυσβουλία, ἡ.