δυσβουλία
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
ἡ, ill counsel, A.Th.802, Ag.1609, S.Ant.95: pl., ib.1269 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
despropósito, decisión funesta συνάψας μηχανὴν δυσβουλίας A.A.1609, ref. a Layo, A.Th.802, ref. a Antígona, S.Ant.95, cf. Lib.Or.57.4, ref. a la ciudad, Ar.Nu.587.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, Schlechtberatenheit, Torheit, VLL. κακοβουλία, ἀφροσύνη; Aesch. Spt. 784 Ag. 1591 Soph. Ant. 95 Ar. Nubb. 578.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais conseil, résolution funeste.
Étymologie: δυσ-, βουλή.
Russian (Dvoretsky)
δυσβουλία: ἡ тж. pl. неправильное решение, неблагоразумие, безрассудство Aesch., Soph., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
δυσβουλία: ἡ, κακοβουλία, κακὴ σκέψις, Αἰσχύλ. Θήβ. 802, Ἀγ. 1609, Σοφ. Ἀντ. 95· ὡσαύτως κατὰ πληθ., αὐτόθι 1269.
Greek Monolingual
η (AM δυσβουλία)
νεοελλ.
νοσηρή διαταραχή της βουλήσεως
αρχ.-μσν.
κακή σκέψη, αφροσύνη.
Greek Monotonic
δυσβουλία: ἡ, κακή σκέψη, κακοβουλία, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
δυσβουλία, ἡ,
ill counsel, Aesch., Soph. [from δύσβουλος